- λυσσομανώ
- άω (Α λυσσομανώ, -έω) [λυσσομανής]είμαι λυσσομανής, μαίνομαι από λύσσανεοελλ.1. εκδηλώνομαι με σφοδρότητα («λυσσομανούσε ο βοριάς»)2. επιζητώ κάτι με σφοδρότητα («αυτός, παιδί μου, λυσσομανάει για γυναίκα»).
Dictionary of Greek. 2013.